εξατμίσιμος

εξατμίσιμος
-η, -ο
που μπορεί να εξατμιστεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξατμίσιμος — η, ο [εξατμίζω] αυτός που μπορεί να εξατμιστεί …   Dictionary of Greek

  • εξατμιστός — ή, ό αυτός που μπορεί να εξατμιστεί, ο εξατμίσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξατμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”